καλλιέλαιος

καλλιέλαιος
καλλιέλαιος (AM, Α και καλλιελαία, Μ και ως επίθ. καλλιέλαιος, -ον)
ήμερη, καλλιεργημένη ελιά
μσν.
ως επίθ. φρ. «ἐλαία καλλιέλαιος» — ελιά που παράγει καλή ποιότητα λαδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -έλαιος (< ἔλαιον ή < ἐλαία), πρβλ. αγρι-έλαιος, φιλ-έλαιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλλιέλαιος — garden olive fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιελαίου — καλλιέλαιος garden olive fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιελαίους — καλλιέλαιος garden olive fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιελαίῳ — καλλιέλαιος garden olive fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιέλαιον — καλλιέλαιος garden olive fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγριέλαιος — ἀγριέλαιος, ον (Α) [ἀγριελαία] 1. ο σχετικός με την αγριελιά ή αυτός που είναι φτιαγμένος από ξύλο αγριελιάς 2. (το θηλ. ως ουσιαστικό) ἡ ἀγριέλαιος α) η αγριελιά β) (Εκκλ.) μεταφορικά, ο μη χριστιανός, ο ειδωλολάτρης: «ἡ ἀγριέλαιος… …   Dictionary of Greek

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

  • καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”